ῥυπαρογράφος
English (LSJ)
[γρᾰ], ον,
A painting sordid subjects, Plin.HN35.112; cf. ῥωπογράφος.
German (Pape)
[Seite 852] schmutzige Gegenstände malend, Schmutzmaler, auch ῥυπογράφος geschrieben, wie Plin. H. N. 35, 37, wo ῥωπογράφος, rhopographus, richtiger zu lesen ist, s. unten.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠπᾰρογράφος: -ον, ζωγραφῶν ῥυπαρὰ ἢ ἀνάξια λόγου πράγματα, Πλίν. 35. 37· πρβλ. ῥωπογράφος.