ἀδιάστολος
English (LSJ)
ον, Gramm.,
A not distinguished, A.D.Pron.11.26. Adv. -λως, λ[έγο]ντας Phld.Rh.1.53S., cf. Phoeb.Fig.1.3, Porph.Abst.2.37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάστολος: -ον, ὁ μὴ κεχωρισμένος, συγκεχυμένος, Α. Β. 809. II. = ἀπαρέμφατος, Γραμμ. - Ἐπίρρ. -λως.