εὐήκοος

Revision as of 11:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

Dor. ἐυάκος[ᾱ], ον, (ἀκοή

   A hearing well or easily, Hp.Aph.3.17 (Comp.).    2 hearing willingly, obedient, Arist.EN1102b27 (Comp.).    3 inclined to give ear, of the gods, θνατοῖς AP9.316.5 (Leon.), cf. IG12(2).101, 105 (Mytil.); written εὐήκουος, Sammelb.4607.5: generally, inclined, πρὸς μεταβολήν Thphr.CP 2.14.5 (Sup.). Adv. -όως, διακεῖσθαι πρός τι Plb.27.7.7.    II Pass., easily heard, audible, Arist.Top.107b2; -οώτερα τὰ τῆς νυκτός Id.Pr. 899a19.    2 pleasant to the ear, agreeable, τὸ εὐ. Demetr.Eloc.48, al.

German (Pape)

[Seite 1067] gut, leicht hörend, Hippocr. u. Folgde; εὐηκοωτέρα ἡ νὺξ τῆς ἡμέρας, in der Nacht hört man leichter als bei Tage, Arist. probl. 11, 5; – leicht auf Etwas hörend, willig Folge leistend, gehorsam, Arist. Eth. 1, 13 u. A. – Von den Göttern, zu erhören geneigt, dor. Form εὐάκοος θνατοῖς, Leon. Tar. 29 (IX, 316); Inscr. – Adv., εὐηκόως διακεῖσθαι πρός τι, gehorsam sein gegen, Pol. 27, 6, 7.

Greek (Liddell-Scott)

εὐήκοος: -ον, (ἀκοὴ) ἀκούων καλῶς ἢ εὐκόλως, Ἱππ. Ἀφ. 1247. 2) προθύμως ἀκούων ὑπακούων, εὐπειθής, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 17: - μεταφ., ὑστέραι εὐήκοοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Ἱστ. 10. 1, 7. 3) προθύμως εἰσακούων, ἐπὶ τῶν θεῶν, θνατοῖς Ἀνθ. Π. 9. 316· - καθόλου, κλίνων ἢ ἔχων διάθεσιν, πρὸς μεταβολὴν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 14, 5. - Ἐπιρρ., εὐηκόως διακεῖσθαι πρός τι. Πολύβ. 27. 6, 7. ΙΙ. εὐκόλως ἀκουόμενος, ἀκουστός, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13· εὐηκοώτερα τὰ τῆς νυκτὸς ὁ αὐτ. ἐν Πρβλ. 11. 5. 2) εὐχάριστος εἰς τὸ οὖς, εὐάρεστος μνημονεύεται ἐκ Δημ. τοῦ Φαληρ.