ἐϋμμελίης
English (LSJ)
ὁ, (εὖ, μελία)
A armed with good ashen spear, ἐϋμμελίω (Ion. gen.) Πριάμοιο Il.4.47, al.; Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης 17.9, cf. Od. 3.400, Hes.Sc.368, etc.: Dor.gen.ἐϋμμελία APl.1.6.
ὁ, (εὖ, μελία)
A armed with good ashen spear, ἐϋμμελίω (Ion. gen.) Πριάμοιο Il.4.47, al.; Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης 17.9, cf. Od. 3.400, Hes.Sc.368, etc.: Dor.gen.ἐϋμμελία APl.1.6.