Desiderat. of λούω,
A wish to bathe, Luc.Lex.2.
λουτιάω: ἐφετικόν, ἐπιθυμῶ νὰ λουσθῶ, κἀγὼ τρίπαλαι λουτιῶ Λουκ. Λεξιφ. 2.