σέτω
English (LSJ)
Lacon. for θέτω (v. τίθημι), Ar.Lys.1081.
Greek (Liddell-Scott)
σέτω: Λακων. ἀντὶ θέτω, ἴδε ἐν λέξ. τίθημι, Ἀριστοφ. Λυσ. 1080.
Lacon. for θέτω (v. τίθημι), Ar.Lys.1081.
σέτω: Λακων. ἀντὶ θέτω, ἴδε ἐν λέξ. τίθημι, Ἀριστοφ. Λυσ. 1080.