ἐνάρμοσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A fitting in, Archim.Stom.1 (pl.), Procl.Hyp.6.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάρμοσις: ἡ, τὸ ἐναρμόζειν, Πρόκλ. Ὑποτ. Ἀστρ. σ. 69. 35, κτλ.
εως, ἡ,
A fitting in, Archim.Stom.1 (pl.), Procl.Hyp.6.9.
ἐνάρμοσις: ἡ, τὸ ἐναρμόζειν, Πρόκλ. Ὑποτ. Ἀστρ. σ. 69. 35, κτλ.