ἀρτοποιεῖον
German (Pape)
[Seite 363] τό, Bäckerei.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτοποιεῖον: τὸ, τὸ μέρος ἔνθα κατασκευάζεται ἄρτος, ἀρτοποιεῖον, «ψωμάδικον», Ἐφρ. Σύρ. τ. 1. σ. 221, πρβλ. ἀρτοκοπεῖον.
[Seite 363] τό, Bäckerei.
ἀρτοποιεῖον: τὸ, τὸ μέρος ἔνθα κατασκευάζεται ἄρτος, ἀρτοποιεῖον, «ψωμάδικον», Ἐφρ. Σύρ. τ. 1. σ. 221, πρβλ. ἀρτοκοπεῖον.