ἐνερόχρως
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ,
A cadaverous, Alciphr.1.3, Agath.2.23, EM 340.10.
German (Pape)
[Seite 839] ωτος, todtenfarbig, Alciphr. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνερόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χροιὰν νεκροῦ, Ἀλκίφρ. 13.
ωτος, ὁ, ἡ,
A cadaverous, Alciphr.1.3, Agath.2.23, EM 340.10.
[Seite 839] ωτος, todtenfarbig, Alciphr. 1, 3.
ἐνερόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χροιὰν νεκροῦ, Ἀλκίφρ. 13.