ή, όν, (πυρέσσω)
A feverish, Gal.16.491, Theol.Ar.51. Adv. -κῶς Paul.Aeg.3.43.
[Seite 821] fieberhaft, zum Fieber gehörig, Sp.
πῠρεκτικός: -ή, -όν, (πυρέσσω) ὁ ὑποκείμενος εἰς πυρετόν, ὁ πυρέσσων, Γαλην. τ. 19, σ. 595, 4 καὶ 614, 18, κτλ.