πυρεκτικός

Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν, (πυρέσσω)

   A feverish, Gal.16.491, Theol.Ar.51. Adv. -κῶς Paul.Aeg.3.43.

German (Pape)

[Seite 821] fieberhaft, zum Fieber gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρεκτικός: -ή, -όν, (πυρέσσω) ὁ ὑποκείμενος εἰς πυρετόν, ὁ πυρέσσων, Γαλην. τ. 19, σ. 595, 4 καὶ 614, 18, κτλ.