ἀνεπίλειπτος
English (LSJ)
ον,
A unfailing, Alex.Aphr.in Mete.89.13, Them.in Ph.81.27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίλειπτος: ὁ μὴ ἐπιλείπων, Πλήθ. Γεμιστ. ἐν Μουστοξ. Συλλογ. 3, σ. 5.
ον,
A unfailing, Alex.Aphr.in Mete.89.13, Them.in Ph.81.27.
ἀνεπίλειπτος: ὁ μὴ ἐπιλείπων, Πλήθ. Γεμιστ. ἐν Μουστοξ. Συλλογ. 3, σ. 5.