όν, (ἄγω)
A drawing off blood, Sor.1.71: -γόν, τό, = γλυκυσίδη, Ps.-Dsc.3.140.
αἱμαγωγός: -όν, (ἄγω) = ἐξάγων αἷμα, Διοσκ. 3. 137.