λινοθώρηξ
German (Pape)
[Seite 49] ηκος, mit leinenem Harnisch, Il. 2, 529. 830; orac. bei Schol. Theocr. 14, 48.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοθώρηξ: ηκος, ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ λινoθώραξ, ὁ φορῶν θώρακα ἐκ λίνου, Ἰλ. Β. 529, 830˙ ἐπὶ τῶν Περσῶν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 2.