κρουστέον
English (LSJ)
A one must knock at, τηνδεδί (sc. θύραν) Ar.Ec.989.
Greek (Liddell-Scott)
κρουστέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κρούειν, τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 989.
A one must knock at, τηνδεδί (sc. θύραν) Ar.Ec.989.
κρουστέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κρούειν, τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 989.