αἰνιγματίας
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = αἰνιγματιστής, D.S.5.31.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνιγματίας: -ου, ὁ = αἰνιγματιστής, ὁ δι᾿ αἰνιγμάτων λαλῶν, Διόδ. 5. 31.
ου, ὁ,
A = αἰνιγματιστής, D.S.5.31.
αἰνιγματίας: -ου, ὁ = αἰνιγματιστής, ὁ δι᾿ αἰνιγμάτων λαλῶν, Διόδ. 5. 31.