προσωποῦττα

Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ἡ, contr. for προσωπόεσσα,

   A vessel with a face, Polem. Hist.94, Poll.2.48.

German (Pape)

[Seite 790] ἡ, statt προσωπόεσσα, ein Gefäß mit einem Gesichte, Poll. 2, 48.

Greek (Liddell-Scott)

προσωποῦττα: ἡ, συνῃρ. ἀντὶ προσωπόεσσα, ἀγγεῖον μετὰ προσώπου, Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 51. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσωποῦττα· Πολέμων (σ. 147) ἀγγεῖον χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ἱερὰ ἔπεμπον».