κλόνις
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A os sacrum, Antim.65: κλόνιον, τό, = ἰσχίον, ῥάχις, ὀσφύς, Hsch.: κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος μάχαιρα, παρίσχιον, Id. (Cf. Skt. śróṇis 'haunch', Lat. clūnis.)
German (Pape)
[Seite 1456] εως, ἡ, das Heiligen- od. Steißbein, os lumbare, Antim. 59 bei Poll. 2, 178.
Greek (Liddell-Scott)
κλόνις: -ιος, ἡ, = ῥάχις, Ἀντίμαχος παρὰ Πολυδ. Β΄, 178· κλόνιον, τό, = ἰσχίον, Ἡσύχ.· κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος μάχαιρα ὁ αὐτ. (Πρβλ. Σανσκρ. ←rôn-is, Λατ. clunis, clunaclum = κλονιστήρ).