ἀναστήλωσις

Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A setting up of a monument, Ptol.Heph. ap. Phot.Bibl.p.147B.

German (Pape)

[Seite 209] ἡ, das Aufstellen als Denkmal, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστήλωσις: -εως, ἡ, ἀνέγερσις μνημείου ἢ εἰκόνος, Πτολεμ. παρὰ Φωτ. 190· ‒ ἡ ἀναστήλωσις τῶν σεπτῶν εἰκόνων, ἡ μετὰ τὸν διωγμὸν τῶν εἰκονοκλαστῶν γενομένη αὐτῶν ἀναστήλωσις, Ἐκκλ.