κατεβλακευμένως

Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of καταβλακεύω,

   A slothfully, tardily, Ar.Pl.325, AP4.3a.16 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1393] adv. zum part. perf. pass. von καταβλακεύω, saumselig; Ar. Plut. 325, v. l. καταβεβλ.; Agath. prooem. (IV, 3, 16).

Greek (Liddell-Scott)

κατεβλᾱκευμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ καταβλᾱκεύω, μετὰ ὀκνηρίας, βραδέως, ῥᾳθύμως, ἀντίθετ. τῷ συντεταμένως, Ἀριστοφ. Πλ. 325, Ἀνθ. Π. 4. 3, 16.