ἀποδιωκτέος
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδιωκτέος: -α, -ον, ὃν πρέπει τις νὰ ἀποδιώξῃ, Ἡρωδιαν. Ἐπιμερισμ. 165. 2) ἀποδιωκτέον, δεῖ ἀποδιώκειν, Λιβάν. 4. 853.
ἀποδιωκτέος: -α, -ον, ὃν πρέπει τις νὰ ἀποδιώξῃ, Ἡρωδιαν. Ἐπιμερισμ. 165. 2) ἀποδιωκτέον, δεῖ ἀποδιώκειν, Λιβάν. 4. 853.