ές,
A of no weight, βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές E.Supp.1125.
[Seite 4] ές, nicht schwer, βάρος Eur. Suppl. 1125.
ἀβρῑθής: -ές, μὴ ἔχων βάρος: βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές. Εὐρ. Ἱκ. 1125.