δαμνῆτις
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A she that subdues, Hsch. δάμνια· θύματα, σφάγια, Id.
German (Pape)
[Seite 522] ιδος, ἡ, die Bändigende, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δαμνῆτις: -ιδος, ἡ, γυνὴ ἥτις ὑποτάσσει, Ἡσύχ.
ιδος, ἡ,
A she that subdues, Hsch. δάμνια· θύματα, σφάγια, Id.
[Seite 522] ιδος, ἡ, die Bändigende, Hesych.
δαμνῆτις: -ιδος, ἡ, γυνὴ ἥτις ὑποτάσσει, Ἡσύχ.