ἀνισοσκελής
English (LSJ)
ές,
A with uneven legs, Sch.D.P.175; with tails of unequal length, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.63 tit.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσοσκελής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Διον. Π. 175.
ές,
A with uneven legs, Sch.D.P.175; with tails of unequal length, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.63 tit.
ἀνῐσοσκελής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Διον. Π. 175.