ἐγερτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A waking, stirring, νοήσεως Pl.R.523e, 524d. II in Gramm., enclitic, because changing the grave accent of the preceding word into the acute, ἐ. ἐπίρρημα AB1147.
German (Pape)
[Seite 703] erweckend, ermunternd; νοήσεως Plat. Rep. VII, 524 d; Sp., wie Plut. Lys. 21, θυμοῦ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερτικός: -ή, -όν, ὁ διεγείρων, συντελῶν πρὸς διέγερσιν, τινος Πλάτ. Πολ. 523Ε, 524D. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ἐγερτικὰ καλοῦνται τὰ ἐγκλιτικά, τὰ ὁποῖα μεταβάλλουσι τὴν βαρεῖαν τῆς προηγουμένης λέξεως εἰς ὀξεῖαν, Α. Β. 1147.