ὑπερζέω

Revision as of 11:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

   A boil over, Id.GA753a33, Pr.936a37, PHolm.18.23: metaph., ἁνὴρ παφλάζει . . ὑπερζέων Ar.Eq.920 (lyr.); τὰ παιδία ὑ. τῷ πάθει Arist.Pr.861b8; of anger, Eun.Hist.p.240 D.; φύσιν . . ἐν αὑτῇ οἷον ὑπερζέουσαν ζωῇ Plot.6.5.12.    2 ferment thoroughly, Dsc.5.7, Herod.Med. ap. Aët.9.2.

German (Pape)

[Seite 1195] (s. ζέΕω), übermäßig kochen, überkochen, Ar. Equ. 917 u. Sp., wie Luc. de dips. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερζέω: μέλλ. -ζέσω, ὑπερμέτρως ζέω, «παραβράζω», Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 18, Πρβλ. 24. 6· μεταφορ., ἀνὴρ παφλάζει... ὑπερζέων Ἀριστοφ. Ἱππ. 920· τὰ παιδία ὑπερζ. τῷ πάθει Ἀριστ. Προβλ. 1. 19· ὑπ. ὀργῇ εἴς τινα Βυζ.