ὁμόγαμβροι

Revision as of 11:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

οἱ,

   A sons-in-law of the same person, Poll.3.32.

German (Pape)

[Seite 333] οἱ, gemeinschaftliche Schwiegersöhne, Poll. 3, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόγαμβροι: οἱ, οἱ ἀδελφὰς γήμαντες, σύγγαμβροι, συγκηδεσταί, Πολυδ. Γ΄, 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 177.