ἑτοιμομεμφής
English (LSJ)
ές,
A ready to censure, Eust.873.3.
German (Pape)
[Seite 1052] ές, zum Tadel bereit, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμομεμφής: -ές, ἕτοιμος εἰς τὸ μέμφεσθαι, Εὐστ. 873. 3.
ές,
A ready to censure, Eust.873.3.
[Seite 1052] ές, zum Tadel bereit, Eust.
ἑτοιμομεμφής: -ές, ἕτοιμος εἰς τὸ μέμφεσθαι, Εὐστ. 873. 3.