τόρος
English (LSJ)
ὁ,
A borer, drill, used in trying for water, etc., Philyll.18 (v. τορεύς), IG22.1673.36,54.
German (Pape)
[Seite 1130] ὁ, Schnitzmesser, Meißel, Grabstichel, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
τόρος: ὁ, (τείρω) ἐργαλεῖον φρεωρυχικόν, ἢ τρύπανον ἐν χρήσει πρὸς δοκιμὴν εἰ ὑπάρχει ὕδωρ ἔν τινι τόπῳ, Φιλύλλιος ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke.