κνηκοσυμμιγής
English (LSJ)
ές, Dor. κνᾱκ-,
A mixed with κνῆκος, Philox.3.19.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκοσυμμιγής: -ές, μεμιγμένος μετὰ κνήκου, Φιλόξεν. 3. 20.
ές, Dor. κνᾱκ-,
A mixed with κνῆκος, Philox.3.19.
κνηκοσυμμιγής: -ές, μεμιγμένος μετὰ κνήκου, Φιλόξεν. 3. 20.