ατος, τό,
A fullness, Orac. ap. Eus.PE4.9 (pl.).
[Seite 141] τό, Fülle, Ausfüllung, Sp.
μέστωμα: τό, πλήρωμα, γέμισμα, Χρησμ. παρ’ Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. σ. 145C.