γαστερόχειρ
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ,
A = γαστρόχειρ (q. v.), Str.8.6.11.
German (Pape)
[Seite 475] ὁ, mit Handarbeit den Magen füllend (aus der Hand in den Mund lebend), Strab. VIII, 373.
Greek (Liddell-Scott)
γαστερόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, =γαστρόχειρ, ὃ ἴδε.