κακοξενία

Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ,

   A inhospitality, Charond. ap. Stob.4.2.24, Plu.Cat.Mi.12.

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, Unfreundlichkeit gegen Fremde, Ungastlichkeit; Charond. Stob. fl. 44, 40; Plut. Cat. min. 12 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακοξενία: ἡ, ἀφιλοξενία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φιλοξενία, Χαρώνδ. Καταν. παρὰ Στοβ. 289. 40, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 12.