[ῐ], ον,
A unshaken, immovable, Opp.H.2.8, Nonn.D.10.166, al.
[Seite 387] unerschütterlich, ἀναγκαίη Opp. Hal. 2, 8.
ἀτίνακτος: [ῐ], -ον, ὁ μὴ τινασσόμενος, ὁ μὴ σειόμενος, ἄσειστος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 8, κτλ., καὶ συχν. παρὰ Νόνν.