χειροπόνητος

Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

German (Pape)

[Seite 1346] mit den Händen gearbeitet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειροπόνητος: ὁ, ἡ, διὰ χειρὸς πονηθείς, ἔργον χειρός, μεταγ.