βοτάνιον
English (LSJ)
τό, Dim. of βοτάνη, Thphr. CP2.17.3, Dsc.2.156: Pl., Antiph.142.3 (s. v.l.). 2 β. Ἑρμοῦ, = λινόζωστις, Dsc.4.189.
German (Pape)
[Seite 455] τό, dim. von βοτάνη, Antiphan. bei Ath. II, 68 a; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βοτάνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ βοτάνη, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 17, 3.