διασπαραγμός
German (Pape)
[Seite 603] ὁ, das Zerfleischen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διασπαραγμός: ὁ, διασπάραξις, «καταξέσχισμα», Ἰωάν. Χρυσόστ. 7. 515.
[Seite 603] ὁ, das Zerfleischen, Sp.
διασπαραγμός: ὁ, διασπάραξις, «καταξέσχισμα», Ἰωάν. Χρυσόστ. 7. 515.