[θᾰ], ον,
A persuading to die, epithet of Hegesias, D.L.2.86.
[Seite 547] zum Sterben beredend, Sp.
πεισῐθάνᾰτος: -ον, ὁ εἰς θάνατον καταπείθων, ὄνομα τοῦ Ἠγησίου, Διογ. Λ. 2. 86.