ἀνεπισκόπητος

Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A unregarded, Eustr.in APo.202.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπισκόπητος: -ον, παρημελημένος, περὶ οὗ οὐδεὶς φροντίζει, Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἰὼβ 34. 9. - ἀνεξερεύνητος, μυστήρια … καὶ ἀγγέλοις ἀνεπισκόπητα Εὐστ. Πονημάτ. 255. 95. ΙΙ. ὁ ἀνεξάρτητος ἀπὸ ἐπισκόπων, Εὐστ. Πονημ. 262. - Ἐπίρρ. -τως Θεόδ. Μετοχ. 628.