κουστωδία
English (LSJ)
ἡ, = Lat.
A custodia, Ev.Matt.27.65.
Greek (Liddell-Scott)
κουστωδία: ἡ, τὸ Λατ. custodia, = φυλακή, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 65.
ἡ, = Lat.
A custodia, Ev.Matt.27.65.
κουστωδία: ἡ, τὸ Λατ. custodia, = φυλακή, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 65.