ον,
A shaven in the middle, Poll.4.139.
[Seite 138] in der Mitte geschoren, Poll. 4, 139.
μεσόκουρος: -ον, ὁ τὸ μέσον τῆς κεφαλῆς ἔχων κεκαρμένον, Πολυδ. Δ΄, 139.