γλυπτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of engraving, γλυπτικὴ σφραγίδων (sc. τέχνη) Poll.7.209.
Greek (Liddell-Scott)
γλυπτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς γλύφειν, γλυπτικὴ σφραγίδων Πολυδ. Ζ΄, 209.
ή, όν,
A of engraving, γλυπτικὴ σφραγίδων (sc. τέχνη) Poll.7.209.
γλυπτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς γλύφειν, γλυπτικὴ σφραγίδων Πολυδ. Ζ΄, 209.