ές,
A wrought with much art, Orph.A.585.
[Seite 674] ές, künstlich gearbeitet, Orph. Arg. 583.
πολῠτεχνής: -ές, ὁ μετὰ πολλῆς τέχνης εἰργασμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 583.