ατος, τό,= σπάργανον, AB304, Phot.
[Seite 917] τό, das Eingewickelte; auch = σπάργανον; B. A. 304.
σπαργάνωμα: τό, = σπάργανον, Α. Β. 304, Φώτ.· πρβλ. σπάργωσις.