φοίβασμα

Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

German (Pape)

[Seite 1295] τό, das Geweissagte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φοίβασμα: τό, προφητεία, χρησμός, τὸ φοίβασμα καὶ κόμψευμα τῶν τερατολογούντων Κ. Μανασσ. Χρον. 3521, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss τ. 8, σ. 139.