Δελφίνιον
Greek (Liddell-Scott)
Δελφίνιον: [φῑ], τό, ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Ἀθήναις, τὸ ἐπὶ Δελφινίῳ Δικαστήριον, τὸ ἐκεῖ δικαστήριον, πρβλ. Ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 10. 44, Ἀριστ. Ἀποσπ. 419, Πλούτ. Θησ. 12. 18. ΙΙ. εἶδος φυτοῦ ἔχοντος φύλλα λεπτά, ἐπιμήκη, δελφινοειδῆ, Διοσκ. 3. 84.