εὐωχητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A festive, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1112] zum Schmausen gehörig.
Greek (Liddell-Scott)
εὐωχητικός: -ή, -όν, εἰς εὐωχίαν ἀνήκων, Γλωσσ.
ή, όν,
A festive, Gloss.
[Seite 1112] zum Schmausen gehörig.
εὐωχητικός: -ή, -όν, εἰς εὐωχίαν ἀνήκων, Γλωσσ.