ἅλκη: ἡ, εἶδος ἐλάφου, ἐχούσης πλατέα καὶ μεγάλα κέρατα, Παυσ. 5. 12., 1. (Πρβλ. Σανσκρ. ri←as, ri←yas (εἶδος δορκάδος), Λατ. alces, Παλαιογερμ. elaho, Ἀγγλοσαξον. elch, Ἀγγλ. elk).