ἀναφάλακρος
English (LSJ)
ον,
A forehead-bald, PPetr.3p.9, Procl.Par.Ptol.203, BGU998, al.
German (Pape)
[Seite 213] mit kahler Platte, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφάλακρος: -ον, = ἀναφάλαντος, Προκλ. Παραφρ. Πτολ. σ. 203.
ον,
A forehead-bald, PPetr.3p.9, Procl.Par.Ptol.203, BGU998, al.
[Seite 213] mit kahler Platte, Procl.
ἀναφάλακρος: -ον, = ἀναφάλαντος, Προκλ. Παραφρ. Πτολ. σ. 203.