πεδοστιβής

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

ές,

   A earth-treading, opp. πτεροῦς, A.Supp.1000 ; ὄχος, πούς, E. Med.1123, Hel.1516 ; ηὕδομεν πεδοστιβεῖς Id.Rh.763 (s.v.l.).    2 on foot, opp. ἱππηλάτης, λεώς A.Pers.127 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 542] ές, den Boden betretend; λεώς, im Ggstz der Reiter, Aesch. Pers. 125; κνώδαλα, im Ggstz der πτεροῦντα, der Vögel, Suppl. 978; ὄχος, Eur. Med. 1123, auf dem Lande; πούς, Hel. 1532; auch εὕδομεν πεδοστιβεῖς, auf der Erde, Rhes. 763; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πεδοστῐβής: -ές, ὁ πατῶν τὴν γῆν, ἀντίθετον τῷ πτεροῦς, Αἰσχ. Ἱκέτ. 1000· ὄχος, ποὺς Εὐρ. Μήδ. 1123, Ἑλ. 1516· εὕδειν π. ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 763· - πεζὸς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἱππηλάτης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 127.