μεταλλακτήρ

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one that changes, μ. πουλύπουν χροός Ion Trag.36.

German (Pape)

[Seite 149] ῆρος, ὁ, der Verwechselnde, Verändernde, μισῶ μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός, der die Farbe wechselt, Ion trag. b. Ath. VII, 318 e.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλακτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ μεταβάλλων, χροὸς Ἴων παρ’ Ἀθην. 318Ε.